top of page
Λιβάδι
markos_cross_0004_Layer-1_edited_edited.

Μάρκος
ο Αποφασιστικός

Ένας άτακτος σκύλος ο οποίος έχει χάσει, λόγω ενός ατυχήματος,
το ένα του πόδι.


Όταν ξεσπάει μια μεγάλη καταιγίδα, βοηθάει όλο το χωριό να φτιάξει την γέφυρα που συνδέει το χωριό με τον στάβλο. Έτσι, καταλαβαίνει ότι η δύναμη δε μετριέται μόνο με την σωματική ικανότητα αλλά κυρίως με τη πίστη στον εαυτό μας.

ΣΚΥΛΑΚΙ_edited.png

Ακούστε την ιστορία μου

00:00 / 08:28

Διαβάστε την ιστορία μου

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό και ήσυχο χωριό, ζούσε ένας αξιαγάπητος σκύλος, ο Μάρκος, με το αφεντικό του τον Αντώνη. Ο Μάρκος ήταν γεμάτος ενέργεια και πάντα χαμογελαστός. Κάθε μέρα περίμενε πώς και πώς να βγει έξω, να τρέξει στη βουνοπλαγιά ,να κυλιστεί στα χορτάρια, να τσαλαβουτήσει στα νερά του ποταμού που βρισκόταν κοντά στο σπίτι τους και να πειράξει τα προβατάκια του Αντώνη μέσα στο στάβλο. Είναι  γνωστό πειραχτήρι ο Μάρκος! Πρόσεχε, βέβαια, πολύ τα προβατάκια αλλά…ταυτόχρονα… μπορούσε να τα εκνευρίσει στο λεπτό! Τους γάβγιζε στα ξαφνικά, κρυβόταν πίσω από τις τροφές τους και πεταγόταν χωρίς να το περιμένουν , τα ζάλιζε τρέχοντας  γύρω τους όλη την ώρα. Μα τι σκανταλιάρης! Τα αγαπούσε όμως πολύ και τα φρόντιζε όσο μπορούσε! Όταν έβγαιναν τις καθημερινές μεγάλες τους βόλτες στη βουνοπλαγιά ,τα πρόσεχε σαν τα μάτια του. Τα έβαζε στη σειρά ,φρόντιζε κανένα να μη χάσει το δρόμο του και να γυρίσουν όλα ασφαλή πίσω στο στάβλο. Αλλά και τα προβατάκια τον αγαπούσαν και τον άκουγαν. Ήξεραν πως ο Μάρκος ήταν ένας πολύ ξεχωριστός σκύλος. Εξαιτίας ενός ατυχήματος, όταν ήταν μικρούλης, είχε μόνο τα τρία ποδαράκια του. Παρόλα αυτά όμως από πολύ νωρίς είχε προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα της ζωής του! Είχε αποφασίσει ότι τίποτα δε θα μπορούσε να του στερήσει τις χαρές της κάθε ημέρας!

IMG 2.jpg

Ένα πρωινό που ο Μάρκος έπαιζε στη βουνοπλαγιά με τους φίλους του, τον Τζο το σκαντζόχοιρο, τον Μπιλ το κουνελάκι και τη Λία τη χελώνα κάτι περίεργο συνέβη. Ξαφνικά, μαζεύτηκαν σύννεφα πολλά και ο ουρανός σκοτείνιασε.

« Γρήγορα στις φωλιές σας !» φώναξε  ο Ιαν το γεράκι , που τώρα πετούσε από πάνω τους και συμπλήρωσε «Δε βλέπετε πώς έχει σκοτεινιάσει ο ουρανός; Έρχεται καταιγίδα! Τρέξτε γρήγορα στα σπίτια σας!»

Αφού ο Μάρκος πείραξε για λίγο ακόμα τον Μπιλ, τη Λια και τον Τζο, αποχαιρετίστηκαν και ξεκίνησαν να παίρνουν το δρόμο για τον γυρισμό. Η βροχή είχε ήδη ξεκινήσει μέχρι να φτάσει ο Μάρκος στο σπίτι του. Εκεί είδε τον Αντώνη πολύ ανήσυχο! Πήγαινε συνεχώς πάνω-κάτω , πάνω-κάτω! Κρατούσε το πηγούνι του και ώρες-ώρες, έξυνε το κεφάλι του.

Κάτι συμβαίνει, σκέφτηκε ο Μάρκος. Μα τι έχει πάθει ο Αντώνης;

«Γαβ, γαβ, γαβ!» Ο Μάρκος προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή του Αντώνη για να καταλάβει τι συμβαίνει.

«Μάρκο , έχουμε πρόβλημα», είπε ο Αντώνης, κοιτώντας προβληματισμένος τον καλό του φίλο .

«Βρέχει πολύ, το ποτάμι φούσκωσε και ο κυρ Παντελής μου είπε πως παρέσυρε τη μικρή ξύλινη γέφυρα που συνδέει το χωριό με το στάβλο μας.»

Ο Μάρκος πάγωσε. Η ουρά του έμεινε ακίνητη , τα αυτιά του σηκώθηκαν και το κεφάλι του γύρισε ελαφρώς ,σα να μην μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε.

Η σιωπή δεν κράτησε πολύ. Ο Μάρκος άρχισε πανικόβλητος να στριφογυρίζει γύρω από την ουρά του. Σκεφτόταν διαρκώς: «Κάτι πρέπει να κάνουμε, κάτι πρέπει να κάνουμε. Κινδυνεύουν οι φίλοι μου! Τα προβατάκια! Πρέπει να τα σώσουμε!»

Ο Αντώνης, λες και κατάλαβε τις σκέψεις του Μάρκου, ένιωσε κάτι να τον ταρακουνάει. Φόρεσε γρήγορα το αδιάβροχό του και ξεκίνησε με τον πιστό σκύλο του να πάνε στο ποτάμι. Δεν άργησαν να φτάσουν. Ο Μάρκος έτρεχε τόσο γρήγορα, ώστε ακόμα κι ο Αντώνης ήταν δύσκολο να ακολουθήσει τον ρυθμό του! Μόλις έφτασαν, είδαν όλο το χωριό μαζεμένο γύρω από το ποτάμι να φωνάζουν και να προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο να περάσουν απέναντι για να σώσουν τα καημένα προβατάκια. Το νερό είχε ήδη φτάσει πολύ κοντά στον στάβλο.

Ο Μάρκος δεν έχασε χρόνο! Άρχισε να παρατηρεί με επιμονή το χώρο γύρω του , προσπαθώντας να βρει κάτι που θα του φαινόταν χρήσιμο. Και βρήκε! Στην άκρη της όχθης εντόπισε μερικά χοντρά σχοινιά που είχαν ξεμείνει από κάποιες παλιές εργασίες του χωριού. Δεν έχασε χρόνο και άρχισε να γαβγίζει στον Αντώνη και να του τραβάει το παντελόνι.

«Τι είναι Μάρκο βρήκες κάτι;»

Ο Μάρκος γρήγορα τον οδήγησε στα σχοινιά.

«Είσαι καταπληκτικός! Μα πώς δεν το σκεφτήκαμε πιο νωρίς Μάρκο; Ναι… βέβαια… Μπράβο σου!»

IMG3.jpg

Ο Αντώνης, με τη βοήθεια των χωρικών, συγκέντρωσε όσα ξύλα είχαν απομείνει από την γκρεμισμένη γέφυρα και, με δεξιοτεχνία, τα έδεσε μεταξύ τους με το χοντρό σκοινί, δημιουργώντας κάτι σαν σχεδία. Όμως, υπήρχε και ένα άλλο, πιο σημαντικό, ίσως πρόβλημα: το ποτάμι ήταν ορμητικό, και για να μπορέσουν να τη χρησιμοποιήσουν με ασφάλεια, κάποιος έπρεπε να περάσει την άκρη του σκοινιού στην απέναντι όχθη, να το στερεώσει γύρω από ένα πασαλάκι, ώστε η σχεδία να σταθεροποιηθεί. Έτσι, θα μπορούσε ο Αντώνης να περάσει το ποτάμι χωρίς κίνδυνο.

«Γαβ, γαβ, γαβ!»

«Μάρκο είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε ο Αντώνης.

Ο Μάρκος περίμενε απλώς ένα νεύμα του Αντώνη για να ξεκινήσει.

«Σε εμπιστεύομαι, αλλά θέλω να προσέχεις!», του είπε ο Αντώνης.

Ο Μάρκος, με προσοχή, έσφιξε την άκρη του σχοινιού με τα δόντια του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τα μάτια του σάρωσαν την επιφάνεια του ποταμού, εστιάζοντας στους βράχους που εμφανίζονταν και χάνονταν κάτω από τα ορμητικά νερά. Ήξερε ότι η μόνη του ευκαιρία να περάσει ήταν να πατήσει πάνω τους με ακρίβεια και να διατηρήσει την ισορροπία του.

Έχοντας τρία πόδια, έβαλε όλο του το βάρος στα μπροστινά, ενώ το πίσω πόδι του το χρησιμοποιούσε για στήριγμα. Το πρώτο άλμα ήταν το πιο δύσκολο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, αλλά τα πόδια του κινήθηκαν με απόλυτο συγχρονισμό! Προσγειώθηκε στον πρώτο βράχο, ο οποίος γλιστρούσε αρκετά από τα νερά, αλλά κράτησε την ισορροπία του κουνώντας ελαφρά το σώμα του αριστερά και δεξιά.

Το ποτάμι λυσσομανούσε γύρω του, τα νερά έγλειφαν τις άκρες των βράχων, λες και προσπαθούσαν να τον ρίξουν. Όμως ο Μάρκος ήταν αποφασισμένος! Με προσεκτικές, υπολογισμένες κινήσεις, πήδηξε στον επόμενο βράχο και ύστερα στον επόμενο, κάθε φορά ελέγχοντας το έδαφος πριν πατήσει. Ένα κύμα τον χτύπησε δυνατά στο πλευρό, γλίστρησε ελαφρώς, αλλά με ένα γρήγορο τίναγμα της ουράς του, επανάκτησε την ισορροπία του.

Έβλεπε πια την απέναντι όχθη να πλησιάζει. Με ένα τελευταίο, δυνατό πήδημα, βρέθηκε πάνω στη στεριά, μουσκεμένος αλλά ασφαλής. Έτρεξε μέχρι τον πασαλάκι και, με μια γρήγορη κίνηση του κεφαλιού, πέρασε το σχοινί γύρω του και το τράβηξε με δύναμη για να το στερεώσει.

Η σχεδία πλέον είχε σταθεροποιηθεί και ο Αντώνης ήταν ήδη πάνω σε αυτή και πλησίαζε τον Μάρκο.

« Δε ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα!» του είπε τρυφερά ο Αντώνης και έτρεξε προς τον στάβλο. Τα προβατάκια ήταν πολύ φοβισμένα , αλλά με τη βοήθεια του Μάρκου, γρήγορα μπήκαν σε μία σειρά και ανέβηκαν τη σχεδία. Τώρα ήταν όλοι ασφαλείς.

IMG 4.jpg

Οι χωρικοί ζητωκραύγαζαν από τη χαρά τους, χάιδευαν και επαινούσαν τον Μάρκο, που δε φοβήθηκε στιγμή κι ο Αντώνης έσκυψε και του ψιθύρισε:

«Μάρκο, είσαι πολύ ξεχωριστός! Σήμερα μας έδωσες ένα σπουδαίο μάθημα! Η αληθινή δύναμη δεν μετριέται μόνο με τη σωματική ικανότητα, αλλά κυρίως με την ακλόνητη πίστη στον εαυτό μας. Όταν συνεργαζόμαστε και εμπιστευόμαστε τις ικανότητές μας, μπορούμε να ξεπεράσουμε κάθε εμπόδιο και να καταφέρουμε σπουδαία πράγματα.»

 Ο Μάρκος δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του! Γυρνούσε γύρω γύρω από την ουρά του και απολάμβανε τα χάδια των χωρικών και τα τρυφερά λόγια του Αντώνη.

Η καταιγίδα είχε κοπάσει και οι πρώτες ακτίνες του ήλιου είχαν κάνει ήδη αισθητή την παρουσία τους. Και κάπως έτσι, με τον ήλιο να ζεσταίνει ξανά τη γη και τις χαρούμενες φωνές των χωρικών να γεμίζουν τον αέρα, ο Μάρκος έτρεξε προς τη βουνοπλαγιά, έτοιμος για νέες περιπέτειες.

bottom of page